- διασωστικός
- η , ό[ν] спасательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασωστικός — preservative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικός — ή, ό (AM διασωστικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή … Dictionary of Greek
διασωστικά — διασωστικός preservative neut nom/voc/acc pl διασωστικά̱ , διασωστικός preservative fem nom/voc/acc dual διασωστικά̱ , διασωστικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικόν — διασωστικός preservative masc acc sg διασωστικός preservative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικῇ — διασωστικός preservative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστική — διασωστικός preservative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικήν — διασωστικός preservative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)